περί-εργος

περί-εργος

περί-εργος, 1) sorgfältig um eine Arbeit oder ein Geschäft herum, sorgfältig, bes. aber mit übertriebener, kleinlicher Sorgfalt arbeitend; γραμματικῶν γένη, Antiphan. 5 (XI, 322); unnütz, ohne Noth Etwas thuend, ἡγήσονται περιέργους ὑπὲρ ὑμῶν τειρομένους, Lys. 12, 35; δείσας, μὴ περίεργα ἅμα μακρὰ λέγοιμεν, Plat. Polit. 286 c; φασὶ τὰς τεσσαράκονϑ' ἡμέρας ἐν αἷς ὑμῖν ἔξεστι βουλεύεσϑαι, περίεργον εἶναι, die seien eine unnöthige Sorgfalt, überflüssig, Andoc. 3, 33; vgl. Is. 1, 31; Isocr. 1, 27. 4, 7 u. 33 (wo die v. l. πάρεργον), in welchen Stellen man auch ein subst. τὸ περίεργον annehmen könnte. Auch = neugierig, περίεργα βλέπειν, Strat. 17 (XII, 175). – 2) mit übertriebener Sorgfalt gemacht, bes. mit Zierath überladen, verkünstelt; τὸ τῆς κόμης περίεργον, Luc. Nigr. 13; τράπεζαι, 15; π. ἀναιδέσι φαρμάκοις ζωγράφημα, Plut. de adul. et am. discr. 32; auch vom Ausdrucke, Sp.; δύναμιν αὐτἡν καλοῦμεν οὐ κατὰ τὸ περίεργον, ἀλλ' ἁπλῶς κατὰ τὸ δύνασϑαι, S. Emp. pyrrh. 1, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημίεργος — ἡμίεργος, ον (Α) ημιέργαστος, ημιτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εργος (< έργον), πρβλ. ά εργος, περί εργος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίεργος — καλλίεργος, ον (AM) μσν. 1. αυτός που κατασκευάζει κάτι με τελειότητα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ καλλίεργος ο καλός αγρότης αρχ. ο άψογα επεξεργασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + εργος (< ἔργον), πρβλ. άν εργος, περί εργος] …   Dictionary of Greek

  • ύπεργος — ον, Α φρ. «ὕπεργος ἀγρός» αγρός υπό καλλιέργεια, χωράφι που καλλιεργείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)* + εργος (< ἔργον), πρβλ. κάτ εργος, περί εργος] …   Dictionary of Greek

  • περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • εύκηλος — (I) εὔκηλος, ον, θηλ. και εὐκήλη, δωρ. τ. εὔκαλος, ον (Α) 1. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, ατάραχος, ήσυχος («εὔκηλοι πολέμιζον», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) ήσυχος, ήρεμος («αὔραις εὐκήλοισιν», Οππ.). επίρρ... εὐκήλως (Α) ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”