ἐπ-έδρη

ἐπ-έδρη

ἐπ-έδρη, , ion. = ἐφέδρα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έδρη — η βλ. έδρα …   Dictionary of Greek

  • ἕδρη — ἕδρα sitting place fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕδρῃ — ἕδρα sitting place fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπόδειος — και ιων. τ. τριποδήϊος, ον, και ποιητ. τ. θηλ. τριποδηΐς, ίδος, ΜΑ [τρίπους, οδος] αυτός που έχει τρία πόδια, τρίποδος (α. «οὔπω μοι Πυθῶνι μέλει τριποδήϊος ἕδρη», Καλλ. β. «τριποδηΐδι σύμπλοκον ἕδρῃ, Νόνν.) …   Dictionary of Greek

  • έδρα — η (AM ἕδρα Α και ἕδρη) 1. τόπος διαμονής, οίκημα 2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας») 3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”