ἐπ-έτειος

ἐπ-έτειος

ἐπ-έτειος, ion. ἐπέτεος, auch 3 Endgn, ἐξ ἀλόκων ἐπετειᾶν Aesch. Ag. 988, ϑυσίῃσι ἐπετείῃσι Her. 6, 105; jährlich, καρπός Plat. Rep. V, 470 b, wie ἐπικαρπία Legg. XII, 955 d; τὰ ἐπέτεια, die jährlichen Einkünfte, Inscr. 158, wie ἐπ. φόρος Her. 5, 49; – ein Jahr dauernd, auf ein Jahr geltend, τὰ τῆς βουλῆς ψηφίσματα ἐπέτεια εἶναι Dem. 23, 92, wie ἐγγύαι ἐπέτειοι 33, 27; τὰ κατὰ τὰς ἀρχὰς ἐπέτειά ἐστι Pol. 6, 46. – Uebertr., ἐπέτειοι τὴν φύσιν, jährlich die Natur ändernd, wetterwendisch, Ar. Equ. 518.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έτειος — ἔτειος, εία, ον και ος, ον (Α) 1. ετήσιος, αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε χρόνο ή μια φορά τον χρόνο (α. «ἔτεια ἄεθλα» β. «ἔτειος δασμός») 2. ετήσιος, αυτός που διαρκεί ένα έτος («φρουρᾱς ἐτείας μῆκος», Αισχύλ.) 3. ηλικίας ενός έτους («βρέφος …   Dictionary of Greek

  • ἔτειος — yearly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτείων — ἔτειος yearly fem gen pl ἔτειος yearly masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔτειον — ἔτειος yearly masc acc sg ἔτειος yearly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτείαις — ἔτειος yearly fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτείοις — ἔτειος yearly masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτείους — ἔτειος yearly masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτείῳ — ἔτειος yearly masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔτεια — ἔτειος yearly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔτειοι — ἔτειος yearly masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρέτειος — μακρέτειος, ον (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που διαρκεί πολλά χρόνια, πολυετής, πολυχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ἔτειος (< ἔτος), πρβλ. επ έτειος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”