- ἐπ-έραστος
ἐπ-έραστος, beliebt, liebenswürdig; κόρη Luc. Tim. 17; Agath. 22 (v, 299); vgl. ἐπήρατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-έραστος, beliebt, liebenswürdig; κόρη Luc. Tim. 17; Agath. 22 (v, 299); vgl. ἐπήρατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐραστός — beloved masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔραστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εραστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν μαθητής του Αποστόλου Παύλου και οικονόμος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Διετέλεσε επίσκοπος της Πονεάδας. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου. II (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Οπαδός της Ακαδημίας,… … Dictionary of Greek
ἐραστόν — ἐραστός beloved masc acc sg ἐραστός beloved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστοί — ἐραστός beloved masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστούς — ἐραστός beloved masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστή — ἐραστός beloved fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστῶς — ἐραστός beloved adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστῷ — ἐραστός beloved masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστότερα — ἐραστός beloved neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐράστου — Ἔραστος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)