- ἐπ-άχθεια
ἐπ-άχθεια, ἡ, Belästigung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-άχθεια, ἡ, Belästigung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεισάχθεια — Αρχαίος ελληνικός όρος. Η απαλλαγή από ένα βάρος, άχθος, και συγκεκριμένα από τους φόρους ή τα χρέη. Ο Σόλων είχε χορηγήσει σ. για την απόσειση από τους ώμους των πολιτών, ιδιαίτερα των καλλιεργητών, των χρεών. Δεν τα είχε αποσβέσει εντελώς, αλλά … Dictionary of Greek