ἐπ-άρουρος

ἐπ-άρουρος

ἐπ-άρουρος, auf dem Acker lebend, ein Landmann, bei Homer einmal, von einem ländlichen Tagelöhner, Odyss. 11, 489 βουλοίμην κ' ἐπάρουρος ἐὼν ϑητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ, ῳ μὴ βίοτος πολὺς εἴη, var. lect. κε πάρουρος, s. Scholl. u. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 108. – Luc. d. mort. 15, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυάρουρος — ον, Α 1. αυτός που αποτελείται από πολλούς αγρούς 2. πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄρουρα «χωράφι, γη» (πρβλ. επ άρουρος, πεντ άρουρος)] …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρακοντάρουρος — ον, Α 1. (για γη) αυτός που είχε έκταση σαράντα αρουρών 2. (για πρόσ.) αυτός που κατείχε κτήματα έκτασης σαράντα αρουρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + αρουρος (< ἀρούρα «γη»), πρβλ. ὀγδοηκοντ άρουρος] …   Dictionary of Greek

  • μυριάρουρος — μυριάρουρος, ὁ (Α) αυτός που έχει δέκα χιλιάδες αρούρας, τεράστιες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἄρουρα «γη μέτρο επιφανείας» (πρβλ. δεκ άρουρος)] …   Dictionary of Greek

  • οκτάρουρος — ὀκτάρουρος και ὀκτώρουρος, ον (Α) ο ενοικιαστής ή ο κάτοχος οκτώ αρουρών, δηλ. αγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + ἄρουρα «καλλιεργήσιμη γη, χωράφι» (πρβλ. δεκ άρουρος)] …   Dictionary of Greek

  • πεντάρουρος — και πεντεάρουρος, ὁ, Α ο κάτοχος πέντε καλλιεργήσιμων εκτάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ / πεντε (βλ. πεντα ) + ἄρουρα «γη» (πρβλ. δεκ άρουρος)] …   Dictionary of Greek

  • τριακοντάρουρος — ὁ, Α αυτός που έχει τριάντα άρουρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ἄρουρα «γη» (πρβλ. πεντ άρουρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”