- ἐπ-ηλυσίη
ἐπ-ηλυσίη, ἡ, (das Anthun), Bezauberung, Behexung, H. h. Cer. 228. 230 Merc. 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ηλυσίη, ἡ, (das Anthun), Bezauberung, Behexung, H. h. Cer. 228. 230 Merc. 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλυσίη — ἠλυσίη, ἡ (Α) ήλυσις, έλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τού ήλυσις*] … Dictionary of Greek
ἠλυσίη — fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἠλυσίη — Ἠλύσιος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλυσίῃσι — ἠλυσίη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλυσίῃσιν — ἠλυσίη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλυσία — ἠλυσίᾱ , ἠλυσίη fem nom/voc/acc dual ἠλυσίᾱ , ἠλυσίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλύσι' — ἠλύσιι , ἤλυσις step fem dat sg (epic doric ionic aeolic) ἠλύσιε , ἤλυσις step fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) ἠλύσια , ἠλύσια the Elysian neut nom/voc/acc pl ἠλύσιαι , ἠλυσίη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)