- ἐπ-ημάτιος
ἐπ-ημάτιος, α, ον, für den Tag, täglich; ἐπημάτιαι ἀγέρονται Ap. Rh. 3, 893; Opp. Hal. 3, 229.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ημάτιος, α, ον, für den Tag, täglich; ἐπημάτιαι ἀγέρονται Ap. Rh. 3, 893; Opp. Hal. 3, 229.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημάτιος — ἠμάτιος, ίη, ον (Α) (ποιητ. τ. τού ημερήσιος) 1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τής ημέρας («ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστὸν νύκτας δ ἀλλύεσκεν», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που γίνεται κάθε μέρα, ο καθημερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμαρ, τος «μέρα»] … Dictionary of Greek
ἠμάτιος — by day masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠματίων — ἠμάτιος by day fem gen pl ἠμάτιος by day masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠμάτιον — ἠμάτιος by day masc acc sg ἠμάτιος by day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠματίαις — ἠμάτιος by day fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠματίη — ἠμάτιος by day fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠματίην — ἠμάτιος by day fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠματίοις — ἠμάτιος by day masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠματίοισι — ἠμάτιος by day masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠματίοισιν — ἠμάτιος by day masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠματίῃ — ἠμάτιος by day fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)