- ἐπ-οικία
ἐπ-οικία, ἡ, Ansiedelung, Kolonie, Sp., wie App. B. C. 2, 135 l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-οικία, ἡ, Ansiedelung, Kolonie, Sp., wie App. B. C. 2, 135 l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκία — οἰκίᾱ , οἰκία building fem nom/voc/acc dual οἰκίᾱ , οἰκία building fem nom/voc sg (attic doric aeolic) οἰκίον house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκίᾳ — οἰκίαι , οἰκία building fem nom/voc pl οἰκίᾱͅ , οἰκία building fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικία — Οικοδομή που χρησιμεύει για κατοικία. Βλ. λ. σπίτι. * * * η (ΑΜ οἰκία, Α ιων. τ. οἰκίη, κρητ. και λοκρικός τ. Fοικία) στεγασμένος χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος για τη διαμονή τής οικογένειας, εστία τής οικογενειακής ζωής, σπίτι («οἰκίας τε… … Dictionary of Greek
οικία — η σπίτι, κατοικία, οίκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκίας — οἰκίᾱς , οἰκία building fem acc pl οἰκίᾱς , οἰκία building fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκίαι — οἰκία building fem nom/voc pl οἰκίᾱͅ , οἰκία building fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκίαν — οἰκίᾱν , οἰκία building fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιᾶν — οἰκία building fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιέων — οἰκία building fem gen pl (epic ionic) οἰκίζω found as a colony fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιῶν — οἰκία building fem gen pl οἰκίζω found as a colony fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκίαιν — οἰκία building fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)