- ἐπ-οψάομαι
ἐπ-οψάομαι, (zum Brot) dazu essen, ζωμόν Plut. instit. Lac. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-οψάομαι, (zum Brot) dazu essen, ζωμόν Plut. instit. Lac. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατοψεῖσθαι — κατά ὀψάομαι eat as pres inf mp (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωψᾶτο — ἐπί ὀψάομαι eat as imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσοψεῖται — εἰσ ὀψάομαι eat as pres ind mp 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)