- ἐπ-οχθίζω
ἐπ-οχθίζω, dabei seufzen, ὀδύνῃσιν, Opp. H. 5, 170.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-οχθίζω, dabei seufzen, ὀδύνῃσιν, Opp. H. 5, 170.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀχθίζω — pres subj act 1st sg ὀχθίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχθίζω — ὀχθίζω (Α) οχθώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. παρλλ. τ. τού ὀχθῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
ὀχθίζειν — ὀχθίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχθίζων — ὀχθίζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσώχθικεν — πρόσ ὀχθίζω plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) πρόσ ὀχθίζω perf ind act 3rd sg πρόσ ὀχθίζω plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσώχθικε — πρόσ ὀχθίζω perf imperat act 2nd sg πρόσ ὀχθίζω perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοχθίζω — ΜΑ 1. είμαι οργισμένος με κάποιον ή κάτι, αγανακτώ 2. (κατά το λεξ. Σούδα) προσκρούω, σκοντάφτω 3. παθ. προσοχθίζομαι γίνομαι αντικείμενο κακομεταχείρισης από κάποιον, με κακομεταχειρίζονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀχθίζω «δυσαρεστούμαι,… … Dictionary of Greek
προσωχθικέναι — πρόσ ὀχθίζω perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωχθίσθη — πρόσ ὀχθίζω aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσώχθικα — πρόσ ὀχθίζω perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσώχθισα — πρόσ ὀχθίζω aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)