ουρίζω — (I) οὐρίζω (Α) ιων. τ. βλ. ορίζω. (II) (Α οὐρίζω) [ούρος (II)] πιθ. ταξιδεύω με ούριο άνεμο αρχ. 1. (σχετικά με λόγια και ευχές) μεταφέρω με ούριο άνεμο («τύχοιμ ἂν ἕκαθεν οὐρίσας ἔνθα σ ἔχουσιν εὐναί», Αισχύλ.) 2. οδηγώ κάτι με αίσιο τρόπο… … Dictionary of Greek
οὐρίζω — ὁρίζω divide pres subj act 1st sg (ionic) ὁρίζω divide pres ind act 1st sg (ionic) οὐρίζω pres subj act 1st sg οὐρίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζουζουνίζω — και ζουζουρίζω (για έντομα) παράγω τον γνωστό ήχο «ζζζ...», βουίζω, ζιζινίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. ζουζουνίζω < ζουζούνι ο τ. ζουζουρίζω < ζουζουνίζω κατά τα ρ. σε ουρίζω (πρβλ. νια ουρίζω, γουργ ουρίζω, κλαψ ουρίζω κ.τ.ό.)] … Dictionary of Greek
μασουλίζω — και ματσουλίζω μασώ κάτι αργά, συνεχώς και για πολλή ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. τού μασ ώ με την κατάλ. ουλίζω / ουρίζω (πρβλ. βρέχω βραχ ουλίζω, αλέθω αλεθ ουρίζω), από όπου και ο μεταπλασμένος ενεστώτας μα σουλώ (πρβλ. σκορπίζω σκορπώ)] … Dictionary of Greek
ραντουρίζω — και ραντουρώ, άω, Ν ραντίζω, πιτσιλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραντίζω κατά τα ρ. σε ουρίζω (πρβλ. κλαψ ουρίζω)] … Dictionary of Greek
οὐρίζει — ὁρίζω divide pres ind mp 2nd sg (ionic) ὁρίζω divide pres ind act 3rd sg (ionic) οὐρίζω pres ind mp 2nd sg οὐρίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρίζουσι — ὁρίζω divide pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὁρίζω divide pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) οὐρίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) οὐρίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρίσαι — ὁρίζω divide aor inf act (ionic) οὐρίσαῑ , ὁρίζω divide aor opt act 3rd sg (ionic) οὐρίζω aor inf act οὐρίσαῑ , οὐρίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔρισαν — ὁρίζω divide aor ind act 3rd pl (ionic) ὁρίζω divide aor ind act 3rd pl (ionic) οὐρίζω aor ind act 3rd pl οὐρίζω aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔρισας — ὁρίζω divide aor ind act 2nd sg (ionic) ὁρίζω divide aor ind act 2nd sg (ionic) οὐρίζω aor ind act 2nd sg οὐρίζω aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔρισε — ὁρίζω divide aor ind act 3rd sg (ionic) ὁρίζω divide aor ind act 3rd sg (ionic) οὐρίζω aor ind act 3rd sg οὐρίζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)