ἐπ-ουρίζω

ἐπ-ουρίζω

ἐπ-ουρίζω, vom günstigen Winde, nachwehen, treiben, das Schiff, auch ἐπουρίζοντος τοῠ πελάγους, wenn das Meer die Schiffe forttreibt, Strab. 3, 2, 4. – Häufiger übertr., ἀλλ' οὔτι ταύτῃ σὸν φρόνημ' ἐπούρισας, du hast deinen Sinn nicht darauf gerichtet, gleichsam mit günstigem Fahrwinde dahin getrieben, Eur. Androm. 611; ὅσῳπερ ἂν μὴ πρότερον ἐπουρίσῃ τὸ τῆς ψυχῆς Plat. Alc. IL, 147 a, nit Bezug auf den vorher gebrauchten Vergleich mi einem Steuermann; πνεῠμα αἱματηρὸν ἐπουρίζειτινί, blutigen Anhauch nachsenden als Fahrwine Aesch. Eum. 132; – intrans., mit gutem Wind segeln, τρέχε κατὰ τοὺς κόρακας ἐπουρίσας, geh mit gutem Winde zum Henker, so schnell wie möglich, Ar. Th. 1226. – Epicrat. bei Ath. XI, 782 f vrbdí ἄνελκε τὴν γραῠν, τὴν νέαν τ' ἐπουρίσας πλήρωσον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ουρίζω — (I) οὐρίζω (Α) ιων. τ. βλ. ορίζω. (II) (Α οὐρίζω) [ούρος (II)] πιθ. ταξιδεύω με ούριο άνεμο αρχ. 1. (σχετικά με λόγια και ευχές) μεταφέρω με ούριο άνεμο («τύχοιμ ἂν ἕκαθεν οὐρίσας ἔνθα σ ἔχουσιν εὐναί», Αισχύλ.) 2. οδηγώ κάτι με αίσιο τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • οὐρίζω — ὁρίζω divide pres subj act 1st sg (ionic) ὁρίζω divide pres ind act 1st sg (ionic) οὐρίζω pres subj act 1st sg οὐρίζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζουζουνίζω — και ζουζουρίζω (για έντομα) παράγω τον γνωστό ήχο «ζζζ...», βουίζω, ζιζινίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. ζουζουνίζω < ζουζούνι ο τ. ζουζουρίζω < ζουζουνίζω κατά τα ρ. σε ουρίζω (πρβλ. νια ουρίζω, γουργ ουρίζω, κλαψ ουρίζω κ.τ.ό.)] …   Dictionary of Greek

  • μασουλίζω — και ματσουλίζω μασώ κάτι αργά, συνεχώς και για πολλή ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. τού μασ ώ με την κατάλ. ουλίζω / ουρίζω (πρβλ. βρέχω βραχ ουλίζω, αλέθω αλεθ ουρίζω), από όπου και ο μεταπλασμένος ενεστώτας μα σουλώ (πρβλ. σκορπίζω σκορπώ)] …   Dictionary of Greek

  • ραντουρίζω — και ραντουρώ, άω, Ν ραντίζω, πιτσιλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραντίζω κατά τα ρ. σε ουρίζω (πρβλ. κλαψ ουρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • οὐρίζει — ὁρίζω divide pres ind mp 2nd sg (ionic) ὁρίζω divide pres ind act 3rd sg (ionic) οὐρίζω pres ind mp 2nd sg οὐρίζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρίζουσι — ὁρίζω divide pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὁρίζω divide pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) οὐρίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) οὐρίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρίσαι — ὁρίζω divide aor inf act (ionic) οὐρίσαῑ , ὁρίζω divide aor opt act 3rd sg (ionic) οὐρίζω aor inf act οὐρίσαῑ , οὐρίζω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔρισαν — ὁρίζω divide aor ind act 3rd pl (ionic) ὁρίζω divide aor ind act 3rd pl (ionic) οὐρίζω aor ind act 3rd pl οὐρίζω aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔρισας — ὁρίζω divide aor ind act 2nd sg (ionic) ὁρίζω divide aor ind act 2nd sg (ionic) οὐρίζω aor ind act 2nd sg οὐρίζω aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔρισε — ὁρίζω divide aor ind act 3rd sg (ionic) ὁρίζω divide aor ind act 3rd sg (ionic) οὐρίζω aor ind act 3rd sg οὐρίζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”