ἐπ-οτοτύζω

ἐπ-οτοτύζω

ἐπ-οτοτύζω (s. ὀτοτύζω), worüber wehklagen, ἰήϊον μέλος Eur. Phoen. 1037.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀτοτύζω — cry pres subj act 1st sg ὀτοτύζω cry pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οτοτύζω — ὀτοτύζω (Α) [οτοτοί] 1. κράζω, ξεφωνίζω οτοτοί, θρηνώ μεγαλόφωνα, ολοφύρομαι 2. παθ. ὀτοτύζομαι θρηνούμαι, μέ θρηνούν («ὀτοτύζεται δ ὁ θνῄσκων», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • ὀτοτύζειν — ὀτοτύζω cry pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτοτύζεται — ὀτοτύζω cry pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτοτύζουσαν — ὀτοτύζω cry pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτοτύξεσθαι — ὀτοτύζω cry fut inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτότυζ' — ὀτότυζε , ὀτοτύζω cry pres imperat act 2nd sg ὀτότυζε , ὀτοτύζω cry imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοτοτύζω — ἀνοτοτύζω (Α) θρηνολογώντας φωνάζω «ὀτοτοῑ», ξεσπώ σε θρήνους, θρηνολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + οτοτύζω «φωνάζω ὀτοτοῑ, θρηνολογώ»] …   Dictionary of Greek

  • εποτοτύζω — ἐποτοτύζω (Α) θρηνώ δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οτοτύζω «θρηνώ μεγαλόφωνα» (< οτοτοί, επιφώνημα θλίψεως)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”