ἐπ-ορέω

ἐπ-ορέω

ἐπ-ορέω, ion. = =ἐφοράω, Her. 1, 124.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορέω — ὁρέω (Α) (ιων. ασυναίρ. τ.) βλ. ὁρῶ …   Dictionary of Greek

  • ὀρέω — ὀρεύς mule masc acc sg (epic ionic) ὀρεύς mule masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρέω — ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρέως — ὀρέω̆ς , ὀρεύς mule masc gen sg ὀρεύς mule masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • μέθη — η (ΑM μέθη) 1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.) 2. (κατ επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • κὠρέων — ὀρέων , ὄρος implement for pressing grapes neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ὀρέων , ὀρεύς mule masc gen pl ὀρέω̆ν , ὀρεύς mule masc gen pl ὠρέων , ὤρα care fem gen pl (epic ionic) ὠ̱ρέων , ὦρος sleep neut gen pl (epic doric ionic aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρέων — ὄρος implement for pressing grapes neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ὀρεύς mule masc gen pl ὀρέω̆ν , ὀρεύς mule masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”