ἐπ-ορούω

ἐπ-ορούω

ἐπ-ορούω, = ἐπόρνυμαι, Hom. oft, τινί, gew. im feindlichen Sinne, τῷ δὲ Μέγης ἐπόρουσε Il. 15, 520; ohne Casus, Ἀντίλοχος δ' ἐπόρο υσε κύων ὥς ibd. 579; – ohne feindliche Nebenbedeutung, Τυδείδῃ δ' ἐπόρουσε ϑεάἈϑήνη Il. 23, 232, wie vom Schlaf ὅτε οἱ γλυκὺς ὕπνος ἐπόρο υσε, als ihn der Schlaf (schnell) überfiel, Od. 23, 343; auch c. acc., ἅρμ' ἐπορούσας, indem er auf den Wagen sprang. Il. 17, 481.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀρούω — dart pres subj act 1st sg ὀρούω dart pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορούω — ὀρούω (ΑΜ) (επικ. και ποιητ. τ.) 1. εγείρομαι και ορμώ βίαια προς τα εμπρός ή εναντίον κάποιου, εφορμώ, επιπίπτω, επιτίθεμαι 2. κινώ 3. παλεύω εναντίον κάποιου («τῶν δ ἕκαστος ὀρούει», Πίνδ.) 4. είμαι έτοιμος ή πρόθυμος να πράξω κάτι 5. εγείρομαι …   Dictionary of Greek

  • ὀρούσω — ὀρούω dart aor subj act 1st sg ὀρούω dart fut ind act 1st sg ὀρούω dart aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροῦον — ὀρούω dart pres part act masc voc sg ὀρούω dart pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρούει — ὀρούω dart pres ind mp 2nd sg ὀρούω dart pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρούοντα — ὀρούω dart pres part act neut nom/voc/acc pl ὀρούω dart pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρούουσιν — ὀρούω dart pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὀρούω dart pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤρουον — ὀρούω dart imperf ind act 3rd pl ὀρούω dart imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροῦσαι — ὀρούω dart aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρούειν — ὀρούω dart pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρούεσθαι — ὀρούω dart pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”