- ἐπ-ορθρισμός
ἐπ-ορθρισμός, ὁ, das Frühaufstehen, am frühen Morgen Thun, τελωνικῶν ἐπορϑρισμοὶ κεκραγμῶν Plut. Symp. 3, 6, 4, Geschrei der Zöllner am frühen Morgen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ορθρισμός, ὁ, das Frühaufstehen, am frühen Morgen Thun, τελωνικῶν ἐπορϑρισμοὶ κεκραγμῶν Plut. Symp. 3, 6, 4, Geschrei der Zöllner am frühen Morgen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθρισμός — ὀρθρισμός, ὁ (Α) [ορθρίζω] πρωινό ξύπνημα … Dictionary of Greek
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek