- ἐπ-ορκίζω
ἐπ-ορκίζω, beschwören, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ορκίζω, beschwören, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁρκίζω — make pres subj act 1st sg ὁρκίζω make pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορκίζω — ορκίζω, όρκισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ορκίζω — (ΑΜ ὁρκίζω) [όρκος] 1. υποχρεώνω κάποιον να δώσει όρκο, να διαβεβαιώσει ή να υποσχεθεί κάτι ενόρκως 2. (μέσ. και παθ.) ορκίζομαι παίρνω όρκο νεοελλ. 1. απαγγέλλω το κείμενο τού όρκου ως ιερέας, αξιωματούχος ή προϊστάμενος υπηρεσίας και τό… … Dictionary of Greek
ορκίζω — όρκισα, ορκίστηκα, ορκισμένος 1. κάνω κάποιον να ορκιστεί: Εγώ τον όρκισα όταν πρωτοδιορίστηκε. 2. μέσ., ορκίζομαι παίρνω, κάνω όρκο: Ορκίστηκαν οι νεοσύλλεχτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁρκίζετε — ὁρκίζω make pres imperat act 2nd pl ὁρκίζω make pres ind act 2nd pl ὁρκίζω make imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκίσει — ὁρκίζω make aor subj act 3rd sg (epic) ὁρκίζω make fut ind mid 2nd sg ὁρκίζω make fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκίσῃ — ὁρκίζω make aor subj mid 2nd sg ὁρκίζω make aor subj act 3rd sg ὁρκίζω make fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκιεῖ — ὁρκίζω make fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ὁρκίζω make fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκιζόμενον — ὁρκίζω make pres part mp masc acc sg ὁρκίζω make pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκίδδει — ὁρκίζω make pres ind mp 2nd sg ὁρκίζω make pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκίζει — ὁρκίζω make pres ind mp 2nd sg ὁρκίζω make pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)