ἐπ-ανάκαμψις

ἐπ-ανάκαμψις

ἐπ-ανάκαμψις, , das Zurückkehren, Ocell. Luc. 1, 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανάκαμψις — ἀνάκαμψις ( εως), η (Α) βλ. ανάκαμψη …   Dictionary of Greek

  • ἀνάκαμψις — a bending back fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακάμψει — ἀνάκαμψις a bending back fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνακάμψεϊ , ἀνάκαμψις a bending back fem dat sg (epic) ἀνάκαμψις a bending back fem dat sg (attic ionic) ἀνακάμπτω bend convexly aor subj act 3rd sg (epic) ἀνακάμπτω bend convexly fut ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακάμψεις — ἀνάκαμψις a bending back fem nom/voc pl (attic epic) ἀνάκαμψις a bending back fem nom/acc pl (attic) ἀνακάμπτω bend convexly aor subj act 2nd sg (epic) ἀνακάμπτω bend convexly fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακάμψηι — ἀνάκαμψις a bending back fem dat sg (epic) ἀνακάμψῃ , ἀνακάμπτω bend convexly aor subj mid 2nd sg ἀνακάμψῃ , ἀνακάμπτω bend convexly aor subj act 3rd sg ἀνακάμψῃ , ἀνακάμπτω bend convexly fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάκαμψιν — ἀνάκαμψις a bending back fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάκαμψη — η (Α ἀνάκαμψις) 1. κάμψη, στροφή, λύγισμα προς τα πίσω ή προς τα επάνω νεοελλ. 1. επιστροφή, επάνοδος 2. παράκαμψη 3. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία ο γυμναζόμενος κάμπτει τους βραχίονες προς τα πλάγια και τοποθετεί τις παλάμες στον αυχένα… …   Dictionary of Greek

  • ανακαμψίπνοος — ἀνακαμψίπνοος (ἄνεμος), ο (Α) είδος ανεμοστρόβιλου, άνεμος που, ενώ πνέει προς μία κατεύθυνση, γυρίζει και πνέει αντίθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάκαμψις + πνοος < πνέω] …   Dictionary of Greek

  • ανακαμψίφλογος — η, ο (για μηχανήματα) αυτός που εκτρέπει και επαναφέρει τη φλόγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκαμψις + φλογος < φλέγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Δαμβέργη, καθηγητή τής φαρμακευτικής και τής χημείας] …   Dictionary of Greek

  • ἀνακάμψεων — ἀνακάμψεω̆ν , ἀνάκαμψις a bending back fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακάμψεως — ἀνακάμψεω̆ς , ἀνάκαμψις a bending back fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”