- ἐπ-ανά-τασις
ἐπ-ανά-τασις, ἡ, das Emporstrecken, -heben, σκήπτρου Arist. Pol. 3, 14; μάστιγος Sext. Emp. adv. log. 2, 271; Drohung, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ανά-τασις, ἡ, das Emporstrecken, -heben, σκήπτρου Arist. Pol. 3, 14; μάστιγος Sext. Emp. adv. log. 2, 271; Drohung, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek