- περί-φορτος
περί-φορτος sehr belastet, wird bezw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-φορτος sehr belastet, wird bezw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίφορτος — ον, Α κατάφορτος, βαρυφορτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φόρτος «φορτίο» (πρβλ. κατά φορτος)] … Dictionary of Greek
αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… … Dictionary of Greek