- ἐπ-ανα-δέρω
ἐπ-ανα-δέρω, = ἀναδέρω, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ανα-δέρω, = ἀναδέρω, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναδέρω — ἀναδέρω (Α) 1. γδέρνω, ξύνω, ξεφλουδίζω το δέρμα 2. απογυμνώνω, ξεσκεπάζω, εκθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δέρω] … Dictionary of Greek