- ἐπ-ανα-διπλάζω
ἐπ-ανα-διπλάζω, noch dazu verdoppeln, noch einmal fragen, καὶ σαφῶς ἐκμάνϑανε Aesch. Prom. 819.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ανα-διπλάζω, noch dazu verdoppeln, noch einmal fragen, καὶ σαφῶς ἐκμάνϑανε Aesch. Prom. 819.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀναδιπλάσεις — ἀνά διπλάζω double aor subj act 2nd sg (epic) ἀνά διπλάζω double fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδιπλάζονται — ἀνά διπλάζω double pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… … Dictionary of Greek
επαναδιπλάζω — ἐπαναδιπλάζω και ποιητ. τ. έπανδιπλάζω (AM) ξαναρωτώ («τῶν δ εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον ἐπανδίπλαζε και σαφῶς ἐκμάνθανε», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + διπλάζω (παράλληλος συντετμημένος τ. τού διπλασιάζω)] … Dictionary of Greek
προσαναδιπλάζω — Μ αναδιπλασιάζω κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνά + διπλάζω, παρλλ. συντμ. τ. τού διπλασιάζω] … Dictionary of Greek