ἐπ-ανα-βιβάζω

ἐπ-ανα-βιβάζω

ἐπ-ανα-βιβάζω, hinaufsteigen lassen; ἄνδρας Thuc. 3, 23, D. Cass. 50, 23.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”