- ἐπ-ανα-κλαγγάνω
ἐπ-ανα-κλαγγάνω, dabei aufbellen, praes., Xen. Cyn. 4, 5. 6, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ανα-κλαγγάνω, dabei aufbellen, praes., Xen. Cyn. 4, 5. 6, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… … Dictionary of Greek
επανακλαγγάνω — ἐπανακλαγγάνω (Α) (για σκυλί) υλακτώ, γαβγίζω συνεχώς, επανειλημμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + κλαγγάνω (< κλαγγή «κραυγή, θόρυβος»)] … Dictionary of Greek