ἐπ-ανα-τίθημι

ἐπ-ανα-τίθημι

ἐπ-ανα-τίθημι (s. τίϑημι), (noch dazu) auflegen, ξύλον Ar. Vesp. 148; beilegen, μείζων δύναμις ἐπανατίϑεσϑαι δοκεῖ τοῖς νομοφύλαξι Plat. Legg. XI, 926 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • αναθέτω — (Α ἀνατίθημι) 1. αφήνω σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφορτίζω, εμπιστεύομαι 2. προσφέρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. βάζω επάνω, επιθέτω, επιρρίπτω, επιβάλλω 2. αναφέρω, απονέμω, αποδίδω 3. ιδρύω, ανεγείρω 4. δίνω …   Dictionary of Greek

  • ανατίθημι — (AM ἀνατίθημι) Ι. ενεργ. 1. προσάπτω, αναφέρω, αποδίδω σε κάποιον κάτι 2. αφήνω, εμπιστεύομαι σε κάποιον κάτι 3. τοποθετώ ή ανεγείρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω 4. αναβάλλω, κρατώ μακριά II. (μέσ., εμαι) 1. τοποθετώ, βάζω επάνω 2. εκθέτω, διηγούμαι …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …   Dictionary of Greek

  • Anatheme — Anathème Un anathème désigne aujourd hui une réprobation générale, une mise à l index, d une personne ou d une idée. Ce mot est notamment utilisé dans des expressions telles que « lancer l anathème » et « frapper d anathème » …   Wikipédia en Français

  • Anathème — Cet article possède un paronyme, voir : Anathem. Un anathème désigne aujourd hui une réprobation générale, une mise à l index, d une personne ou d une idée. Ce mot est notamment utilisé dans des expressions telles que « lancer l… …   Wikipédia en Français

  • Anathématisation — Anathème Un anathème désigne aujourd hui une réprobation générale, une mise à l index, d une personne ou d une idée. Ce mot est notamment utilisé dans des expressions telles que « lancer l anathème » et « frapper d anathème » …   Wikipédia en Français

  • Anathématisme — Anathème Un anathème désigne aujourd hui une réprobation générale, une mise à l index, d une personne ou d une idée. Ce mot est notamment utilisé dans des expressions telles que « lancer l anathème » et « frapper d anathème » …   Wikipédia en Français

  • Anathémisation — Anathème Un anathème désigne aujourd hui une réprobation générale, une mise à l index, d une personne ou d une idée. Ce mot est notamment utilisé dans des expressions telles que « lancer l anathème » et « frapper d anathème » …   Wikipédia en Français

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”