ἐπ-ανα-σώζω

ἐπ-ανα-σώζω

ἐπ-ανα-σώζω, = ἀνασώζω, Eust. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • αναζωγρώ — ἀναζωγρῶ ( έω) (Α) επαναφέρω κάποιον στη ζωή, τόν ξαναζωντανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζωγρῶ «σώζω τη ζωή κάποιου». ΠΑΡ. μσν. ἀναζώγρησις] …   Dictionary of Greek

  • αναρρύω — ἀναρρύω (Α) 1. στρέφω το κεφάλι του θύματος προς τα πάνω για να του κόψω τον λαιμό, σφάζω, θυσιάζω 2. (μέσ. ομαι) ανασύρω, σώζω, απολυτρώνω 3. επανορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ρύω, ερύω «έλκω, σύρω, τραβώ, απολυτρώνω» (πρβλ. αυερύω). ΠΑΡ. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”