- ἐπ-ανα-σκέπτομαι
ἐπ-ανα-σκέπτομαι, nur fut. u. aor., wieder betrachten, untersuchen, Plat. Crat. 428 d; πάλιν Theaet. 154 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ανα-σκέπτομαι, nur fut. u. aor., wieder betrachten, untersuchen, Plat. Crat. 428 d; πάλιν Theaet. 154 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνασκεψάμενον — ἀνά σκέπτομαι look aor part mp masc acc sg ἀνά σκέπτομαι look aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκεψόμεθα — ἀνά σκέπτομαι look aor subj mp 1st pl (epic) ἀνά σκέπτομαι look fut ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκέψεται — ἀνά σκέπτομαι look aor subj mp 3rd sg (epic) ἀνά σκέπτομαι look fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκέψῃ — ἀνά σκέπτομαι look aor subj mp 2nd sg ἀνά σκέπτομαι look fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκεπτομένοις — ἀνά σκέπτομαι look pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκεπτόμενοι — ἀνά σκέπτομαι look pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκεπτόμενος — ἀνά σκέπτομαι look pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκεψαμένη — ἀνά σκέπτομαι look aor part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκεψαμένους — ἀνά σκέπτομαι look aor part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκεψάμενος — ἀνά σκέπτομαι look aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκεψώμεθα — ἀνά σκέπτομαι look aor subj mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)