- ἐπ-ανα-ποδίζω
ἐπ-ανα-ποδίζω, zurückrufen u. genau untersuchen, ἐπαναποδιστέον Arist. de gen. et corr. 1, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ανα-ποδίζω, zurückrufen u. genau untersuchen, ἐπαναποδιστέον Arist. de gen. et corr. 1, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναποδίζω — (I) (Α ἀναποδίζω) 1. γυρίζω πίσω, επιστρέφω στο σημείο εξορμήσεως, οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ 2. (για σιδηροδρόμους και ατμόπλοια) κινώ τη μηχανή ανάποδα, αντίστροφα για οπισθοχώρηση, κινούμαι με την πρύμνη αρχ. μσν. κάνω κάποιον να γυρίσει, να… … Dictionary of Greek
επαναποδισμός — ἐπαναποδισμός, ο (Α) επανεξέταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα ποδισμός «επιστροφή» (< ποδίζω «δένω»] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek