- ἐπ-αιγιαλῖτις
ἐπ-αιγιαλῖτις, ιδος, ἡ, am Gestade, χηλή Archi. 17 (X, 8).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-αιγιαλῖτις, ιδος, ἡ, am Gestade, χηλή Archi. 17 (X, 8).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰγιαλῖτις — αἰγιαλίτης fem nom sg αἰγιαλῖτις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αερίτις — ( ιδος) χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα στη φράση «αερίτις ζώνη», που δήλωνε τη ζώνη τού αέρα πάνω από έδαφος ενός κράτους, η οποία βρισκόταν στα όρια βολής τηλεβόλου. Η ζώνη αυτή, που μπορούσε έτσι να ελέγχεται από ένα κράτος, αποτελούσε και χώρο… … Dictionary of Greek
επαιγιαλίτις — ἐπαιγιαλῑτις, η (Α) αυτή που βρίσκεται στον γιαλό, στην παραλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιγιαλίτις «αυτή που βρίσκεται στον αιγιαλόν»] … Dictionary of Greek
αἰγιαλῖτιν — αἰγιαλίτης fem acc sg αἰγιαλῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλίτιδα — αἰγιαλί̱τιδα , αἰγιαλίτης fem acc sg αἰγιαλί̱τιδα , αἰγιαλῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλίτιδας — αἰγιαλί̱τιδας , αἰγιαλίτης fem acc pl αἰγιαλί̱τιδας , αἰγιαλῖτις fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλίτιδος — αἰγιαλί̱τιδος , αἰγιαλίτης fem gen sg αἰγιαλί̱τιδος , αἰγιαλῖτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)