- ἐπ-ακτήρ
ἐπ-ακτήρ, ῆρος, ὁ (vgl. ἐπάγω), Jäger, Od. 19, 435; ἄνδρες ἐπ. Il. 17, 135 u. sp. Ep., wie Nic. Th. 668; – Fischer, Ap. Rh. 1, 625.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ακτήρ, ῆρος, ὁ (vgl. ἐπάγω), Jäger, Od. 19, 435; ἄνδρες ἐπ. Il. 17, 135 u. sp. Ep., wie Nic. Th. 668; – Fischer, Ap. Rh. 1, 625.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιλλακτήρ — κιλλακτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) ο οδηγός όνου, ο ονηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλος + ακτήρ (< ακ [< αγ θ. τού ἄγω] + επίθημα τηρ), πρβλ. επ ακτήρ, συν ακτηρ] … Dictionary of Greek