ἐπ-αισχής

ἐπ-αισχής

ἐπ-αισχής, ές, schimpflich, D. Cass. 56, 13 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… …   Dictionary of Greek

  • παναίσχης — παναίσχης, ες (Α) πάρα πολύ άσχημος, εντελώς δύσμορφος, ασχημότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αισχής (< αἶσχος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”