- ἐπ-αν-όρθωμα
ἐπ-αν-όρθωμα, τό, Verbesserung, τὸ ἐπ. μεῖζον ἁμάρτημα ἔχει ἢ ὃ ἐπανορϑοῖς Plat. Prot. 340 d; τῶν ἁμαρτημάτων Dem. 25, 16; τὸ ἐπιεικὲς ἐπ. τοῦ νομίμου δικαίου, Nachhülfe, Arist. Eth. 5, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-αν-όρθωμα, τό, Verbesserung, τὸ ἐπ. μεῖζον ἁμάρτημα ἔχει ἢ ὃ ἐπανορϑοῖς Plat. Prot. 340 d; τῶν ἁμαρτημάτων Dem. 25, 16; τὸ ἐπιεικὲς ἐπ. τοῦ νομίμου δικαίου, Nachhülfe, Arist. Eth. 5, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όρθωμα — ὄρθωμα, τὸ (Μ) [ορθώ] κατόρθωμα … Dictionary of Greek