ἐπ-αμφοτερίζω

ἐπ-αμφοτερίζω

ἐπ-αμφοτερίζω, sich auf beide Seiten hinneigen, – a) in der Mitte stehen zwischen zwei Dingen, Arist. öfter, auch zwischen mehreren, ὁ ἄνϑρωπος ἐπαμφοτερίζει πᾶσι τοῖς γένεσι gen. an. 4, 4. – b) schwanken, zweifelhaft sein, Plat. Phaedr. 257 b Rep. V, 479 c; τοῖς λογισμοῖς Plut. Mar. 40; es bald mit der einen, bald mit der andern Partei halten, Thuc. 8, 85; neutral sein, Plut. Lys. 22; μηδὲν μᾶλλον μετὰ τῶν ἐπαινούντων ἢ τῶν ψεγόντων ὄντας ἀλλ' ἐπαμφοτερίζειν δυναμένους Isocr. 12, 240; – zweideutig sein, καὶ λοξά Luc. D. D. 16, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμφοτερίζω — ἀμφοτερίζω (Α) [ἀμφότεροι] είμαι και με τις δύο πλευρές, και με τον ένα και με τον άλλο …   Dictionary of Greek

  • ἐξημφοτέρικεν — ἐκ ἀμφοτερίζω to be in both ways plup ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐκ ἀμφοτερίζω to be in both ways perf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφότεροι — ες, α (ΑΜ ἀμφότεροι, αι, α και σπάνια στον ενικό –ος, α, ον) και οι δύο, και ο ένας και ο άλλος (κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη σημασία «όλοι μαζί» αρχ. (στον εν.) 1. καθένας, έκαστος 2. αυτός που μετέχει και στους δύο 3. (το ουδ. στον… …   Dictionary of Greek

  • εξαμφοτερίζω — ἐξαμφοτερίζω (Α) [αμφοτερίζω] κάνω κάτι αμφίβολο ή διφορούμενο («ὁ ἀδελφός σου ἐξημφοτέρικε τὸν λόγον καὶ ἥττηται» κατέστησε τον λόγο αμφίβολο, επαμφοτερίζοντα, Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”