- ἐπι-μήλιος
ἐπι-μήλιος, = νόμιος, Beiname des Apollo, Macrob. Sat. 1, 17; des Hermes, Paus. 9, 34, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-μήλιος, = νόμιος, Beiname des Apollo, Macrob. Sat. 1, 17; des Hermes, Paus. 9, 34, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιμήλιος — ἐπιμήλιος, ὁ (Α) φύλακας ή προστάτης τών κοπαδιών (προσωνυμία τού Απόλλωνος, τού Ερμή και άλλων θεών). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μήλιος (< μήλον (I) «πρόβατο»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο] … Dictionary of Greek