ἐπι-μήκης

ἐπι-μήκης

ἐπι-μήκης, ες, länglich, lang; Democr. Sext. Emp. adv. log. 1, 118; ἐπιμηκεστέραν γίγνεσϑαι τὴν νύκτα Luc. D. D. 10, 1; Hdn. 7, 6, 3 u. öfter; Philo u. Alciphr. 1, 22 haben den unregelmäßig gebildeten superlat. ἐπιμήκιστα. Dagegen ἐπιμηκέστατος Hdn. 8, 1, 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευμήκης — ες (ΑΜ εὐμήκης, ες, Α δωρ. τ. εὐμάκης) 1. (για άνθρωπο) ψηλός, αυτός που έχει υψηλό ανάστημα («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.) 2. ο εκτεταμένος κατά μήκος, ο μακρός, ο επιμήκης («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον …   Dictionary of Greek

  • ευθυμήκης — εὐθυμήκης, ες (Α) μακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + μηκης < μήκος (πρβλ. επι μήκης, ισο μήκης)] …   Dictionary of Greek

  • ηερομήκης — ἠερομήκης, ες (Α) (επικ. τ. τού αερομήκης) ψηλός μέχρι τον ουρανό, θεόρατος, ουρανομήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο ιων. τ. τού αερο (< αηρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + μήκης (< μήκος), πρβλ. επι μήκης, ισο μήκης] …   Dictionary of Greek

  • ιδιομήκης — ἰδιομήκης, ες (Α) αυτός που έχει τις διαστάσεις του ίσες («ιδιομήκης αριθμός» ο αριθμός που είναι τέλειο τετράγωνο ενός ακέραιου αριθμού). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + μήκης (< μήκος), πρβλ. επι μήκης, ισο μήκης] …   Dictionary of Greek

  • καταμήκης — καταμήκης, ες (Α) πολύ μακρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μήκης (< μῆκος), πρβλ. επι μήκης, προ μήκης] …   Dictionary of Greek

  • υπερμήκης — ὑπέρμηκες, και δωρ. τ. ὑπερμάκης, ὑπέρμακες, Α 1. αυτός που έχει υπερβολικό μήκος, ο εξαιρετικά μακρός 2. (για βουνό) πάρα πολύ ψηλός 3. (για ήχο ή βοή) αυτός που φτάνει σε μεγάλη απόσταση, πολύ ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μήκης (< μῆκος) …   Dictionary of Greek

  • ετερομήκης — όμηκες (Α ἑτερομήκης, όμηκες) αυτός που δεν έχει ίσο μήκος σε όλες τις διαστάσεις του, ο ανισομήκης, ο ανισόπλευρος («ετερόμηκες τετράπλευρο» ορθογώνιο, όχι όμως τετράγωνο) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ετερομήκης (ενν. αριθμός) ο αριθμός, γινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • παραμήκης — άμηκες, Α 1. αυτός που έχει μακρύ σχήμα, επιμήκης («τὸ δὲ τρῆμα τοῡ σανιδώματος ἦν παράμηκες», Πολ.) 2. εκτεταμένος 3. αυτός που εκτείνεται σε ένα συγκεκριμένο μήκος («παραμήκης ὅσον ἑξήκοντα σταδίων τὸ μῆκος», Στράβ.) 4. (για νησί) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • περιμήκης — ίμηκες, και δωρ. τ. περιμάκης, Α 1. πολύ μακρύς (α. «περιμήκεα κοντόν», Ομ. Οδ. β. «περιμήκεϊ ῥάβδῳ», Ομ. Οδ.) 2. πολύ ψηλός («περίμηκες ὄρος», Ομ. Οδ.) 3. πολύ μεγάλος, υπέρογκος («οἴκημα περίμηκες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μήκης (<… …   Dictionary of Greek

  • προμήκης — όμηκες, ΝΑ νεοελλ. φρ. α) «προμήκης μυελός» τμήμα τού εγκεφαλικού στελέχους που αποτελεί συνέχεια τού άνω άκρου τού νωτιαίου μυελού, περνά από το ινιακό τρήμα και καταλήγει ενούμενο με τη γέφυρα και το οποίο αποτελείται από φαιά ουσία [κυτταρικά… …   Dictionary of Greek

  • υπομήκης — ὑπόμηκες, ΜΑ αυτός που έχει σχήμα κάπως επίμηκες, μακρουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἐπι μήκης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”