ἐπι-ίδμων

ἐπι-ίδμων

ἐπι-ίδμων, = ἐπιΐστωρ, τινός, Maced. 27 (VI, 175); vgl. ἐπίδμων.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυΐδμων — ύϊδμον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που γνωρίζει πολλά, πολυμαθής («πολυΐδμονες μάγοι», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἴδμων* «γνώστης» (< οἶδα), πρβλ. επι ΐδμων] …   Dictionary of Greek

  • επίδμων — ἐπίδμων, ὁ (Μ) έμπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίδμων «αυτός που γνωρίζει» (πρβλ. οίδα «γνωρίζω»), τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τού θ. ειδ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”