επεί — ἐπεί (AM) (σύνδ.) επειδή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επ εί. Σύνδεσμος με χρονική και αιτιολογική σημασία που μαρτυρείται ήδη από τον Όμηρο. Το επεί προήλθε από την πρόθεση επ(ί) ως α συνθετικό (πρβλ. βοιωτ. οπ(ί) και από το ει ως β συνθετικό. Ενίοτε… … Dictionary of Greek
επεί η — ἐπεὶ ᾖ (Α) επειδή πραγματικά («ἐπεὶ ἦ μάλα πολλὰ μεταξύ», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
ἐπεί — after that indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπει — ἔπειμι 2 ibo pres ind act 2nd sg ἔπος vácas neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἔπεϊ , ἔπος vácas neut dat sg (epic ionic) ἔπος vácas neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεῖ — ἔπειμι 1 sum pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕπει — ἕπομαι pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλλην μὲν ἐξηντλοῦμεν ἡ δ’ἐπεὶ ρέει. — См. Близко локоть, да не укусишь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κρεῖττον ἤν, φίλε, μή ἐλθεῖν σε ἐπεὶ δ’ ἦλθες κἂν χάθισον. — См. Садись, гость будешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἔπε' — ἔπει , ἔπειμι 2 ibo pres ind act 2nd sg ἔπεα , ἔπος vácas neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἔπει , ἔπος vácas neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἔπεϊ , ἔπος vácas neut dat sg (epic ionic) ἔπει , ἔπος vácas neut dat sg ἔπεε , ἔπος vácas neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπειπερ — ἔπει , ἔπος vácas neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἔπεϊ , ἔπος vácas neut dat sg (epic ionic) ἔπει , ἔπος vácas neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπεί — ἐπεί , ἐπεί after that indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)