- ἐπείκτης
ἐπείκτης, ὁ, der Geldeintreiber, Executor, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπείκτης, ὁ, der Geldeintreiber, Executor, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επείκτης — ἐπείκτης, ο (AM) 1. αυτός που παρορμά, που παρωθεί 2. επιστάτης έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο τού ρ. επείγω με επίθημα της] … Dictionary of Greek
ἐπείκτης — one who urges masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπείκταις — ἐπείκτης one who urges masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπείκτην — ἐπείκτης one who urges masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπείκτου — ἐπείκτης one who urges masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπείκτας — ἐπείκτᾱς , ἐπείκτης one who urges masc acc pl ἐπείκτᾱς , ἐπείκτης one who urges masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωματεπείκτης — και χωματεπέκτης και χωματεπίκτης, ὁ, Α επιστάτης τής κατασκευής φραγμάτων στις διώρυγες τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, χώματος + ἐπείκτης «επιστάτης έργου»] … Dictionary of Greek