- ἐπι-θῡμίᾱμα
ἐπι-θῡμίᾱμα, τό, das Räucherwerk, Soph. O. R. 913.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-θῡμίᾱμα, τό, das Räucherwerk, Soph. O. R. 913.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιθυμίαμα — ἐπιθυμίαμα, τὸ (Α) προσφορά θυμιάματος («στέφη λαβούσῃ κἀπιθυμιάματα», Σοφ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θυμίαμα] … Dictionary of Greek
επιθύω — (I) ἐπιθύω (AM) θυσιάζω μετά από άλλη θυσία («τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας», Αισχύλ.) αρχ. 1. θυσιάζω πάνω σε κάτι 2. μέσ. ἐπιθύομαι σκοτώνω κάποιον για κάποιον σκοπό («πότερον οὖν Νέρωνι Γάλβαν ἐπιθυσώμεθα;», Πλούτ.) 3. καίω θυμίαμα («καὶ ἀνέβη ἐπὶ… … Dictionary of Greek