- ἐπι-θῡμιάω
ἐπι-θῡμιάω, dabei räuchern, darauf Räucherwerk anzünden, Plut. Alex. 25 u. öfter; τινί, Jem. zu Ehren, ἡλίῳ de Is. et Os. 52; ἐπιϑυμιάσας τῷ Βορέᾳ λιβανίδιον Men. Ath. IX, 385 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-θῡμιάω, dabei räuchern, darauf Räucherwerk anzünden, Plut. Alex. 25 u. öfter; τινί, Jem. zu Ehren, ἡλίῳ de Is. et Os. 52; ἐπιϑυμιάσας τῷ Βορέᾳ λιβανίδιον Men. Ath. IX, 385 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek