ἐπι-λήθω

ἐπι-λήθω

ἐπι-λήθω, Stammform zu ἐπιλανϑάνω, wo man die anderen tempp. sehe; das praes. ἐπιλήϑουσα Aret.; med., ἀλλ' οὐδ' ἃς σχεδίης ἐπελήϑετο Od. 5, 324, vgl. 4, 455, wie Hes. Th. 560; ἐπιλήϑεο O. 273; σεῖ' ἐπιληϑόμενον Hh. Bacch. 10; γονέων ἐπιλάϑεται Soph. El. 143; ἐπιλάϑεται ἀλγέων Eur. Troad. 602, wie ἐπιλήϑεται κακῶν Or. 66; ἐπιλήθει σύ Ar. Nubb. 785; sp. D.; – verschweigen, τούτων ἑκὼν ἐπελήϑετο Her. 3, 75, vgl. 4, 43.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιλήθω — ἐπιλήθω (μέσ. ἐπιλήθομαι και ἐπιλανθάνομαι) (AM) αρχ. 1. προκαλώ λήθη («ὁ γὰρ [ὕπνος] τ’ ἐπέλησεν ἁπάντων ἐσολῶν ἡδὲ κακῶν» ο ύπνος μ’ έκανε να τά ξεχάσω όλα, και τα καλά και τα κακά, Ομ. Οδ.) 2. λησμονώ («νήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς οἰχομένων γονέων… …   Dictionary of Greek

  • κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”