- ἐπι-λέκτης
ἐπι-λέκτης, ὁ, der Sammler, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-λέκτης, ὁ, der Sammler, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοκκολέκτης — κοκκολέκτης, ὁ (Α) αυτός που συλλέγει τους κόκκους τών δημητριακών οι οποίοι απομένουν στη γη μετά τη συγκομιδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + λέκτης (< λέγω «συλλέγω»), πρβλ. επι λέκτης] … Dictionary of Greek