- περί-σκεψις
περί-σκεψις, ἡ, das Umsichsehen, die Umsicht, Untersuchung, Sp., wie Schol. Thuc. 4, 86.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-σκεψις, ἡ, das Umsichsehen, die Umsicht, Untersuchung, Sp., wie Schol. Thuc. 4, 86.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκέψη — Με γενική έννοια, κάθε πνευματική ενέργεια. Από ψυχολογική άποψη, η σ. μπορεί να συνεπάγεται και ψυχικές ενέργειες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους (π.χ. σύνθεση ενός μουσικού κομματιού, λύση ενός προβλήματος γεωμετρίας, μια ιατρική διάγνωση). Κατά… … Dictionary of Greek