- ἐπι-ληψία
ἐπι-ληψία, ἡ, = ἐπίληψις, Arist. Probl. 2, 1; bes. die fallende Sucht, Plut. u. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-ληψία, ἡ, = ἐπίληψις, Arist. Probl. 2, 1; bes. die fallende Sucht, Plut. u. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια … Dictionary of Greek