- ἐπι-ληπτικός
ἐπι-ληπτικός, ή, όν, epileptisch, an der Epilepsie leidend, Arist. somn. 5; Plut. Lyc. 16; Medic. νόσος, wie τὰ ἐπιλημπτικά, epileptische Zufälle, die Epilepsie, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-ληπτικός, ή, όν, epileptisch, an der Epilepsie leidend, Arist. somn. 5; Plut. Lyc. 16; Medic. νόσος, wie τὰ ἐπιλημπτικά, epileptische Zufälle, die Epilepsie, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επαναληπτικός — ή, ό 1. αυτός που επαναλαμβάνεται, που γίνεται για δεύτερη ή πολλοστή φορά («επαναληπτικές εκλογές») 2. αυτός που εκτελεί κάτι κατ επανάληψη («επαναληπτικό όπλο») 3. «επαναληπτική αντωνυμία» η αντωνυμία αὐτός, ή, ό, η οποία δηλώνει ουσιαστικό που … Dictionary of Greek