ἐπι-λαμπρύνω

ἐπι-λαμπρύνω

ἐπι-λαμπρύνω, glänzend, hell machen, schmücken, οἶκον, τράπεζαν, Plut. Lysand. 30 Cleom. 13; γένος τιμαῖς D. Hal. 6, 41. 9, 50; – τὴν φωνήν, die Stimme hell ertönen lassen, Plut. quaest. nat. 2; vgl. D. Hal. C. V. p. 166.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επαγλαΐζω — ἐπαγλαΐζω (Α) 1. λαμπρύνω, στολίζω κάτι ακόμη πιο πολύ 2. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, κομπάζω («οὐδὲ ἕ φημι δηρὸν ἐπαγλαϊεῑσθαι, ἐπεὶ φόνος ἐγγύθεν αὐτῷ», Ομ. Ιλ.) 3. παθ. ετοιμάζομαι, συγυρίζομαι καλά, επιδεικτικά («ἀναμένουσιν ὧδ… …   Dictionary of Greek

  • προσεπισεμνύνω — Α τιμώ επί πλέον κάποιον με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπισεμνύνω «λαμπρύνω, μεγαλύνω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεπικοσμώ — έω, A κοσμώ κάτι ακόμη ή από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπικοσμῶ «διακοσμώ επί πλέον, λαμπρύνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”