ἐπι-λείχω

ἐπι-λείχω

ἐπι-λείχω, belecken, Long. Past. 1, 24, v. l.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπιλείχουσι — ἐπί λείχω lick up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπί λείχω lick up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέλειχον — ἐπί λείχω lick up imperf ind act 3rd pl ἐπί λείχω lick up imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλειχομένους — ἐπί λείχω lick up pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιλείχω — ἐπιλείχω (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λείχω «γλείφω»] …   Dictionary of Greek

  • λειχήνας — ο, και λειχήνα, η (AM λειχήν, ῆνος, ὁ, Α και λιχήν, ῆνος, Μ και λειχήνα και λειχήνη, ἡ) 1. βοτ. θαλλόφυτο που εμφανίζεται στον φλοιό δένδρων ή στην επιφάνεια λίθων και το οποίο είναι συμβιωτικό φυτό που αποτελείται από ένα μικροσκοπικό φύκος και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”