- ἐπι-λεύσσω
ἐπι-λεύσσω, hinblicken, τόσσον τις ἐπιλεύσσει, so weit sieht Einer vor sich hin, Il. 3, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-λεύσσω, hinblicken, τόσσον τις ἐπιλεύσσει, so weit sieht Einer vor sich hin, Il. 3, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιλεύσσω — ἐπιλεύσσω (Α) κοιτάζω μακριά («τόσσον τίς τ’ ἐπιλεύσσει, ὅσον τ’ ἐπί λᾱαν ἵησιν» βλέπει τόσο μακριά, όσο πετάει την πέτρα, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λεύσσω «βλέπω, κοιτάζω»] … Dictionary of Greek