- ἐπι-λιχμάω
ἐπι-λιχμάω, = ἐπιλείχω, ἂν μὴ τοῦτό μοὐπιλιχμήσῃς τοὔλαιον Babr. 48, 6; med. bei Philo, v. l. ἐπιλιχνεύομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-λιχμάω, = ἐπιλείχω, ἂν μὴ τοῦτό μοὐπιλιχμήσῃς τοὔλαιον Babr. 48, 6; med. bei Philo, v. l. ἐπιλιχνεύομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.