- ἐπι-θόρνυμαι
ἐπι-θόρνυμαι, bespringen, sich begatten, γυναιξί, Philostr. v. Apoll. 5, 29; gew. von Thieren, βουσί, Luc. Amor. 22; Ael. N. A. 17, 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-θόρνυμαι, bespringen, sich begatten, γυναιξί, Philostr. v. Apoll. 5, 29; gew. von Thieren, βουσί, Luc. Amor. 22; Ael. N. A. 17, 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπιθορνυμένων — ἐπί θόρνυμαι pres part mp fem gen pl ἐπί θόρνυμαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθορνύοιντο — ἐπί θόρνυμαι pres opt mp 3rd pl ἐπί θόρνυμαι pres opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθορνυμένη — ἐπί θόρνυμαι pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθορνύμεναι — ἐπί θόρνυμαι pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθορνύμενος — ἐπί θόρνυμαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθόρνυνται — ἐπί θόρνυμαι pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθόρνυσθαι — ἐπί θόρνυμαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθόρνυται — ἐπί θόρνυμαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθόρνυμαι — ἐπιθόρνυμαι (Α) εκσπερματίζω, οχεύω, βατεύω (συν. για άρρενα ζώα). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θόρνυμαι «ορμώ, πηδώ»] … Dictionary of Greek